- μηχανῶ
- μηχανάομαιmake by artpres imperat mp 2nd sgμηχανάομαιmake by artimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηχανώ — μηχανῶ, άω (Α) βλ. μηχανώμαι … Dictionary of Greek
ἀμηχανῶ — ἀ̱μηχανῶ , ἀμηχανάω to be imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀμηχανάω to be pres imperat mp 2nd sg ἀμηχανάω to be pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀμηχανάω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀμηχανάω to be pres subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομηχάνωτος — κακομηχάνωτος, ον (Μ) αυτός που επινοεί και μεταχειρίζεται πονηρά τεχνάσματα, πανούργος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μηχανῶ] … Dictionary of Greek
μηχανώμαι — (ΑΜ μηχανῶμαι, άομαι, Μ και μηχανοῡμαι, έομαι, Α και ενεργ. μηχανῶ, άω) [μηχανή] 1. επινοώ, εφευρίσκω 2. επινοώ κάτι με πανουργία, τεχνάζομαι αρχ. 1. κατασκευάζω ή οικοδομώ κάτι με τέχνη («οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο», Ομ. Ιλ.) 2. επινοώ,… … Dictionary of Greek